-
1 ἐπι-σκευάζω
ἐπι-σκευάζω, Etwas wiederherstellen, ausbessern; τείχη Thuc. 7, 24; Xen. Hell. 4, 8, 8; ναόν, im Stande erhalten, An. 5, 3, 13; ναῦς Andoc. 3, 14; Thuc. u. A.; τὰς ὁδούς Dem. 3, 29; φρούρια 19, 125; τὰ πομπεῖα 22, 69; im med. für sich, οὔτ' ἂν παλαιὰν διεφϑαρμένην ἐπισκευάζηται Plat. Legg. V, 738 b, wie ναῠς Thuc. 7, 36. 8, 43; – ἐπισκευάσαι τὰ χρήματα ἐφ' ἁρμάτων, die Sachen auf die Wagen packen, Xen. Cyr. 7, 3, 1; med., ἐπισκευασάμενοι ὑποζύγια Hell. 7, 2, 18. – Uebh. zurüsten, ausrüsten, ναῦς u. dgl., Thuc. 1, 29; λέμβους Pol. 2, 9, 1; τὸ δεῖπνον αὐτοῖς ἐστ' ἐπεσκευασμένον, das Mahl ist bereitet, Ar. Eccl. 1147; τὰ ἐπεσκευασμένα, = ἐπισκευή, Is. 5, 29. – Adj. verb. ἐπισκευαστός, Plat. Polit. 270 a u. A.
-
2 ἐπισκευάζω
ἐπι-σκευάζω, etwas wiederherstellen, ausbessern; ναόν, im Stande erhalten; ἐπισκευάσαι τὰ χρήματα ἐφ' ἁρμάτων, die Sachen auf die Wagen packen. Übh. zurüsten, ausrüsten; τὸ δεῖπνον αὐτοῖς ἐστ' ἐπεσκευασμένον, das Mahl ist bereitet
См. также в других словарях:
επισκευάζω — (AM ἐπισκευάζω) [σκευή] επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, διορθώνω αρχ. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («τὸ δεῑπνον αὐτοῑς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον») 2. (για πλοία) συμπληρώνω τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», Πολ.) 3. (για ζώα) σαμαρώνω… … Dictionary of Greek